Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λόγο

  • 1 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 2 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 3 слово

    слово с 1) η λέξη, ο λόγος 2) (речь) о λόγος; приветственное \слово ο χαιρετιστήριος λόγος* предоставить \слово δίνω το λόγο" \слово имеет... θα μιλήσει...· дать \слово δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι
    * * *
    с
    1) η λέξη, ο λόγος
    2) ( речь) ο λόγος

    приве́тственное сло́во — ο χαιρετιστήριος λόγος

    предоста́вить сло́во — δίνω το λόγο

    сло́во име́ет... — θα μιλήσει…

    дать сло́во — δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι

    Русско-греческий словарь > слово

  • 4 причина

    причин||а
    ж ἡ αίτία, τό αίτιον, ἡ ἀφορμή/ ὁ λόγος (основание):
    уважительная \причина ἡ σοβαρή αίτία· по \причинае ἐξ ἀΙτίας· по какой \причинае? γιά πιό λόγο;· без \причинаы χωρίς αίτία, χωρίς λόγο· по той или иной \причинае γιά κάποιο λόγο.

    Русско-новогреческий словарь > причина

  • 5 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 6 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 7 во-вторых

    во-вторых δεύτερο, κατά δεύτερο λόγο
    * * *
    δεύτερο, κατά δεύτερο λόγο

    Русско-греческий словарь > во-вторых

  • 8 держать

    держать в разн. знач. κρα τώ, βαστώ \держать что-л. в руках βαστώ στα χέρια κάτι \держать в тайне κρατώ μυστικό \держать сло во κρατώ το λόγο μου; \держать экзамен δίνω (τις) εξετάσεις \держаться 1) κρατιέμαι \держаться на чём-л. κρατιέμαι από κάτι \держаться вместе είμαστε μαζί \держаться·за руки κρατιέμαι χέρι με χέρι \держаться в стороне μένω παράμερα 2) трен. (придерживаться ακολουθώ, υποστηρίζω
    * * *
    в разн. знач.
    κρατώ, βαστώ

    держа́ть что-л. в рука́х — βαστώ στα χέρια κάτι

    держа́ть в та́йне — κρατώ μυστικό

    держа́ть сло́во — κρατώ το λόγο μου

    держа́ть экза́мен — δίνω (τις) εξετάσεις

    Русско-греческий словарь > держать

  • 9 зачем

    зачем 1) (почему) γιατί 2) (для чего): \зачем-то για κάτι, για κάπιο λόγο
    * * *
    1) ( почему) γιατί

    заче́м-то — για κάτι, για κάπιο λόγο

    Русско-греческий словарь > зачем

  • 10 обещание

    обещание с η υπόσχεση* дать \обещание δίνω την υπόσχεση· сдержать \обещание κρατώ το λόγο μου· нарушить \обещание παραβαίνω την υπόσχεση μου
    * * *
    с
    η υπόσχεση

    дать обеща́ние — δίνω την υπόσχεση

    сдержа́ть обеща́ние — κρατώ το λόγο μου

    нару́шить обеща́ние — παραβαίνω την υπόσχεση μου

    Русско-греческий словарь > обещание

  • 11 ответить

    ответить 1) απαντώ, αποκρίνομαι· \ответить на вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (нести ответственность) ευθύνομαι, δίνω λόγο
    * * *
    1) απαντώ, αποκρίνομαι

    отве́тить на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση

    2) ( нести ответственность) ευθύνομαι, δίνω λόγο

    Русско-греческий словарь > ответить

  • 12 отчего

    отчего γιατί, για ποιο λόγο
    * * *
    γιατί, για ποιο λόγο

    Русско-греческий словарь > отчего

  • 13 повод

    повод м η αφορμή· ο λόγος (причина) по \поводу... αναφορικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)' без всякого \повода χωρίς κανένα λόγο· дать \повод δίνω αφορμή
    * * *
    м
    η αφορμή; ο λόγος ( причина)

    по по́воду… — αναφορικά με…; με την ευκαιρία… ( по случаю)

    без вся́кого по́вода — χωρίς κανένα λόγο

    дать по́вод — δίνω αφορμή

    Русско-греческий словарь > повод

  • 14 почему

    почему γιατί, για ποιο λόγο· \почему-το δεν ξέρω γιατί, άγνωστο γιατί
    * * *
    γιατί, για ποιο λόγο

    почему́-то — δεν ξέρω γιατί, άγνωστο γιατί

    Русско-греческий словарь > почему

  • 15 произнести

    произнести, произносить 1) (выговаривать) προφέρω·правильно \произнести προφέρω σωστά 2) (говорить) λέγω* \произнести речь εκφωνώ λόγο, κάνω ομιλία
    * * *
    = произносить
    1) ( выговаривать) προφέρω

    пра́вильно произнести́ — προφέρω σωστά

    2) ( говорить) λέγω

    произнести́ речь — εκφωνώ λόγο, κάνω ομιλία

    Русско-греческий словарь > произнести

  • 16 ради

    ради χάρη, για, εξαιτίας· \ради меня για χάρη μου* \ради этого γι' αυτό· чего \ради? για ποιο λόγο;
    * * *
    χάρη, για, εξαιτίας

    ра́ди меня́ — για χάρη μου

    ра́ди э́того — γι’ αυτό

    чего́ ра́ди? — για ποιο λόγο

    Русско-греческий словарь > ради

  • 17 речь

    речь ж (выступление, разговор) о λόγος, η ομιλία* приветственная \речь η προσφώνηση; выступить с \речью, произнести \речь εκφωνώ (или βγάζω) λόγο; \речь идёт о... πρόκειται για..., γίνεται λόγος για..
    * * *
    ж
    (выступление, разговор) ο λόγος, η ομιλία

    приве́тственная речь — η προσφώνηση

    вы́ступить с речью, произнести́ речь — εκφωνώ ( или βγάζω) λόγο

    речь идёт о... — πρόκειται για..., γίνεται λόγος για...

    Русско-греческий словарь > речь

  • 18 сдержать

    сдержать, сдерживать κρατώ» συγκρατώ (тж. перен.) βαστώ; \сдержать слово (обещание ) τηρώ (или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου) \сдержаться συγκρατιέμαι
    * * *
    = сдерживать
    κρατώ, συγκρατώ (тж. перен.) βαστώ

    сдержа́ть сло́во (обеща́ние) — τηρώ ( или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου)

    Русско-греческий словарь > сдержать

  • 19 честный

    честный τίμιος ◇ \честныйое слово! λόγο τιμής!
    * * *
    ••

    че́стное сло́во! — λόγο τιμής!

    Русско-греческий словарь > честный

  • 20 выступать

    выступать
    несов
    1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:
    ·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·
    2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·
    3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):
    \выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·
    4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·
    5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·
    6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выступать

См. также в других словарях:

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»