λόγιον

  • 31αθερολόγιον — ἀθερολόγιον, το (Α) χειρουργικό εργαλείο για την εξαγωγή ακίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ + λογιον < λογος < λέγω (= συλλέγω)] …

    Dictionary of Greek

  • 32αρχοντολόι — το (Μ ἀρχοντολόγιν) 1. το σύνολο των αρχόντων ή η τάξη των αρχόντων 2. η τάξη των πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + λόι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. μελισσολόι, σκυλολόι, συγγενολόι)] …

    Dictionary of Greek

  • 33βροντολόγιον — βροντολόγιον, το (Μ) λαϊκό ανάγνωσμα με ερμηνείες των φυσικών φαινομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + λόγιον < λόγος (πρβλ. ανθολόγιον, εορτολόγιον, υμνολόγιον κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 34γενεαλόγι — το (Μ γενεαλόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. οι συγγενείς, η οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενεά + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 35γενολόγι — το (Μ γενολόγιον και γενολόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. η οικογένεια, οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, γενεαλόγι, μελισσολόι κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 36δενδρολό(γ)ι — το πυκνή συστάδα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο + λό(γ)ι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι)] …

    Dictionary of Greek

  • 37ερωτοεμνοστολόγια — ἐρωτοεμνοστολόγια, τά (Μ) τρυφερά ερωτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + έμνοστος «ελκυστικός, χαριτωμένος» + λόγια, πληθ. του λόγιον < λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 38ηχολόι — και αχολόι, το 1. ηχολόγημα 2. ήχοι με ρυθμό και διάρκεια, επομ. άσμα, τραγούδι («αρμονικό κι ολόγλυκο αχολόι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχός (ή αχός*) + λόι (< λόγιον < λόγος), πρβλ. συγγενο λόι, αρχοντο λόι] …

    Dictionary of Greek

  • 39κοκκολό(γ)ι — το 1. η συλλογή καρπών ελιάς που έχουν απομείνει στο έδαφος, από ξένους, μη ιδιοκτήτες 2. είδος μαστίχας τής Χίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + λό(γ)ι (< λόγιον < λόγος), πρβλ. σκυλο λό(γ)ι, συγγενο λό(γ)ι] …

    Dictionary of Greek

  • 40κομπολόι — και κομπολόγι και κομβολόγι(ον), το (Μ κομπολόγι και κομβολόγιον) νεοελλ. 1. χάντρες γυάλινες, μεταλλικές, ξύλινες ή κεχριμπαρένιες περασμένες σε κλωστή ή αλυσίδα, τής οποίας τα άκρα συνάπτονται με κόμπο 2. μτφ. διαδοχική σειρά πολλών συναφών ή… …

    Dictionary of Greek