λωβεύω
1λωβεύω — mock pres subj act 1st sg λωβεύω mock pres ind act 1st sg …
2λωβεύω — (Α) [λώβα] σκώπτω, περιπαίζω, πειράζω κάποιον («τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔλουσαν», Ομ. Οδ.) …
3λωβεύειν — λωβεύω mock pres inf act (attic epic) …
4λωβεύεις — λωβεύω mock pres ind act 2nd sg …
5λωβεύεσθαι — λωβεύω mock pres inf mp …
6επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] …
7λωβεία — λωβεία, ἡ (Μ) [λωβεύω] η λέπρα …
8λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …