λυχνεών

  • 1λυχνεών — λυχνεών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος για φύλαξη λύχνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. εών (πρβλ. καλαμ εών, κυκ εών)] …

    Dictionary of Greek

  • 2λυχνεῶνες — λυχνεών place to keep lamps in masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …

    Dictionary of Greek