Перевод: с русского на все языки
λυτός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λυτός — that may be untied masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
λυτός — ή, ό ο λυμένος, ο ελεύθερος από δεσμά: Τα λυτά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτά — λυτός that may be untied neut nom/voc/acc pl λυτά̱ , λυτός that may be untied fem nom/voc/acc dual λυτά̱ , λυτός that may be untied fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτόν — λυτός that may be untied masc acc sg λυτός that may be untied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυταί — λυτός that may be untied fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτοί — λυτός that may be untied masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτοῦ — λυτός that may be untied masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτούς — λυτός that may be untied masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτῆς — λυτός that may be untied fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτή — λυτός that may be untied fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)