λυσ-έρως

  • 1πανέρως — ωτος, ο, Α πολύτιμος λίθος που, όπως πίστευαν, καταπολεμούσε τη στειρότητα, αλλ. πανέραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔρως (πρβλ. λυσ έρως)] …

    Dictionary of Greek

  • 2λυσέρως — λυσέρως, ωτος, ὁ (Α) αυτός που απαλλάσσει από τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. χρυσ έρως] …

    Dictionary of Greek