λυποῦσ'
1λυποῦσ' — λῡποῦσα , λυπέω grieve pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) λῡποῦσι , λυπέω grieve pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) λῡποῦσι , λυπέω grieve pres ind act 3rd pl (attic epic doric) λῡποῦσαι , λυπέω grieve pres part… …
2λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …