λυμαντήρ
1λυμαντήρ — λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A) [λυμαίνω] αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας …
2λυμαντήρ — λῡμαντήρ , λυμαντήρ spoiler masc nom sg …
3λυμάντωρ — λυμάντωρ, ορος, ὁ (Α) [λυμαίνω] λυμαντήρ* …
4λυμήτης — λυμήτης, ὁ (Α) [λύμη] λυμεώνας, λυμαντήρ* …
5λυμαντήριος — λυμαντήριος, ία, ον (Α) [λυμαντήρ] ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.) …
6υποσευαντήρ — ῆρος, ὁ, Α υποκινητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σεύω «διώχνω, απομακρύνω» + κατάλ. τήρ*, κατά το λυμαντήρ] …
7λυμαντῆρα — λῡμαντῆρα , λυμαντήρ spoiler masc acc sg …
8λυμαντῆρας — λῡμαντῆρας , λυμαντήρ spoiler masc acc pl …
9λυμαντῆρες — λῡμαντῆρες , λυμαντήρ spoiler masc nom/voc pl …
10λυμαντήρων — λῡμαντήρων , λυμαντήρ spoiler masc gen pl …