λυκ-ιδεύς

  • 1πενθεριδεύς — έως, ὁ, Α ο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αδελφ ιδεύς), κατά τα λυκ ιδεύς, αετ ιδεύς] …

    Dictionary of Greek

  • 2παρδαλιδεύς — ὁ, Μ το νεογνό τής λεοπάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 3πελαργιδεύς — ο, ΝΑ ο νεοσσός τού πελαργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] …

    Dictionary of Greek