λυκίη
1Λυκίη — Λύκιος the Lycians fem nom/voc sg (epic ionic) Λυκία from Lycia fem nom/voc sg (epic ionic) …
2Λυκίῃ — Λύκιος the Lycians fem dat sg (epic ionic) Λυκία from Lycia fem dat sg (epic ionic) …
3Λιβύηθε(ν) — και δωρ. τ. Λιβύαθε(ν) (Α) επίρρ. από τη Λιβύη («ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. Λυκίη θεν, Σπάρτη θεν)] …
4Λυκίηθεν — (Α) επίρρ. από τη Λυκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (ιων. τ. τού Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. θε(ν), πρβλ. Κρήτη θεν, Λιβύη θεν] …
5Λυκίηνδε — (Α) επίρρ. προς τη Λυκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ιθάκην δε, Κρήτην δε)] …