λυκιδεύς
1λυκιδεύς — ο (Α λυκιδεύς, έως) το νεογνό τού λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῑς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …
2λυκιδεῖς — λυκιδεύς wolf s cub masc acc pl λυκιδεύς wolf s cub masc nom/voc pl (parad form) …
3γαλιδεύς — γαλιδεύς, ο (Α) γατάκι ή μικρό κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.] …
4λυκόπουλο — το 1. νεογνό λύκου, λυκιδεύς 2. μτφ. παιδί μικρής ηλικίας που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα τών προσκόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»)] …
5λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …
6λυκιδέα — λυκιδέᾱ , λυκιδεύς wolf s cub masc acc sg …