λυδία

  • 1Λυδία — Λυδίᾱ , Λύδιος of Lydia fem nom/voc/acc dual Λυδίᾱ , Λύδιος of Lydia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λῡδίᾱ , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc/acc dual Λῡδίᾱ , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱ ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Λυδίᾳ — Λυδίᾱͅ , Λύδιος of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λῡδίαι , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc pl Λῡδίᾱͅ , Λυδία a history of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱͅ , Λυδίης masc dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε …

    Dictionary of Greek

  • 4Λυδία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα δυτικά της παράλια και προς το Αιγαίο. Οριζόταν στα Β από τη Μυσία, στα Α από τη Φρυγία, στα Ν από την Καρία και στα Δ από την Ιωνία. Το ανατολικό μέρος της Λ. διέρρεε ο Έρμος ποταμός. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 5Λύδια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου …

    Dictionary of Greek

  • 6Λύδια — Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λυδίης masc voc sg Λυδίης masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 7Λυδίας — Λυδίᾱς , Λύδιος of Lydia fem acc pl Λυδίᾱς , Λύδιος of Lydia fem gen sg (attic doric aeolic) Λῡδίᾱς , Λυδία a history of Lydia fem acc pl Λῡδίᾱς , Λυδία a history of Lydia fem gen sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱς , Λυδίης masc acc pl Λυδίᾱς …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8Λυδίαι — Λυδίᾱͅ , Λύδιος of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λῡδίαι , Λυδία a history of Lydia fem nom/voc pl Λῡδίᾱͅ , Λυδία a history of Lydia fem dat sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱͅ , Λυδίης masc dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 9Λύδι' — Λύδια , Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδια , Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιε , Λύδιος of Lydia masc voc sg Λύδιε , Λύδιος of Lydia masc/fem voc sg Λύδιαι , Λύδιος of Lydia fem nom/voc pl Λύδια , Λυδίης masc voc sg Λύδια , Λυδίης… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 10Λυδίαν — Λυδίᾱν , Λύδιος of Lydia fem acc sg (attic doric aeolic) Λῡδίᾱν , Λυδία a history of Lydia fem acc sg (attic doric aeolic) Λυδίᾱν , Λυδίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)