λυγός
1λύγος — agnus castus fem nom sg …
2λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …
3Разум — (Λυγος, ratio). Кроме значения Р. как особого вида мыслительной деятельности по соотношению с рассудком (см. Рассудок разум), под Р. в более широком смысле понимается существенная для человека, как такого, способность мыслить всеобщее в отличие… …
4αιμόφλυξ — ( λυγος), ο αυτός που είναι γεμάτος αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + φλυξ < φλύω «βράζω, ξεσπώ» η λ. πλάστηκε από τον Δανιήλ Φιλιππίδη αναλογικά προς τη λ. οινόφλυξ] …
5λύγοι — λύγος agnus castus fem nom/voc pl …
6λύγοις — λύγος agnus castus fem dat pl …
7λύγοισι — λύγος agnus castus fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8λύγοισιν — λύγος agnus castus fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9λύγον — λύγος agnus castus fem acc sg …
10λύγου — λύγος agnus castus fem gen sg λυγόω tie fast pres imperat act 2nd sg λυγόω tie fast imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …