λυγμώδης
1λυγμώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) λυγμώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λυγμώδης masc/fem nom sg …
2λυγμώδης — ες (Α λυγμώδης, ῶδες) [λυγμός] νεοελλ. αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, λυγμικός («λυγμώδης θρήνος») αρχ. αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα …
3λυγμώδεες — λυγμώδης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
4-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
5λυγμικός — ή, ό [λυγμός] λυγμώδης, αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, ολολυγμούς, αναφιλητά («λυγμικό κλάμα») …