λοχείᾳ

  • 41νευρίτιδα — Φλεγμονή ενός νευρικού στελέχους που προκαλείται από τραυματισμούς, όπως είναι οι πληγές, οι θλάσεις, οι συμπιέσεις του νεύρου κ.ά. Όλα τα λοιμώδη νοσήματα (τύφος, ευλογιά, διφθερίτιδα, οξεία ρευματική αρθρίτιδα, ιλαρά, γρίπη, παρωτίτιδα κ.ά.)… …

    Dictionary of Greek

  • 42υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 43ωκυλόχεια — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λοχεία «τοκετός»] …

    Dictionary of Greek

  • 44Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… …

    Dictionary of Greek

  • 45βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… …

    Dictionary of Greek

  • 46ՎԱՐԱՆ — (ի, եւ ՎԱՐԱՆՔ նաց կամ նից.) NBH 2 0790 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c գ. եւ ʼի սուրբ գիրս կից ընդ բայի. ՎԱՐԱՆ եւ ՎԱՐԱՆՔ. στενά angustiae ἑπήρεια molestia. եւ ի սուրբ գիրս կից ընդ բայի περικατάληπτος γίνομαι… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 47λεχωνιά — η η περίοδος μετά τον τοκετό, η λοχεία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 48λοχεῖαι — λοχάω lie in wait for pres ind mp 2nd sg (epic ionic) λοχεία child birth fem nom/voc pl λοχεῖος of thanks for safe delivery fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)