λοχείᾳ

  • 31LUCINA — I. LUCINA Dea partuum praeses, quae et Iuno dicitur, et Diana. Dicta, quod lucem nascentibus tradere crederetur, unde et Lucetia. dicta est. Vel a luco, in quo ei aedes, ubi lotos erat mirae vetustatis, Thom. Dempster. ad Ioh. Rosin. Antiqq. Rom …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32αλόχευτος — ἀλόχευτος, ον (Μ) [λοχεύω] 1. αυτός που γεννήθηκε δίχως λοχεία, με τρόπο δηλ. μη φυσικό (ως επίθ. τού Χριστού, αλλά και τής θεάς Αθηνάς) 2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμη, αγέννητος 3. αυτή που δεν έχει υποστεί τις ωδίνες τού τοκετού, παρθένος …

    Dictionary of Greek

  • 33αριστολόχεια — η (Α ἀριστολόχεια και χία) βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχεία («τοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 34εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 35επιλόχειος — Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 36θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …

    Dictionary of Greek

  • 37κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …

    Dictionary of Greek

  • 38λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 39λόχια — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 40μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …

    Dictionary of Greek