λοχίτης
1λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… …
2λοχίτης — λοχί̱της , λοχίτης one of the same masc nom sg …
3λοχῖται — λοχίτης one of the same masc nom/voc pl …
4λοχίτας — λοχί̱τᾱς , λοχίτης one of the same masc acc pl λοχί̱τᾱς , λοχίτης one of the same masc nom sg (epic doric aeolic) …
5-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …
6συλλοχίτης — ὁ, Α συστρατιώτης τού ίδιου λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λοχίτης (< λόχος)] …
7λοχιτᾶν — λοχῑτᾶν , λοχίτης one of the same masc gen pl (doric aeolic) …
8λοχιτῶν — λοχῑτῶν , λοχίτης one of the same masc gen pl …
9λοχίταις — λοχί̱ταις , λοχίτης one of the same masc dat pl …
10λοχίτην — λοχί̱την , λοχίτης one of the same masc acc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2