λουτρίς
1λουτρίς — λουτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λουτρίδα …
2λουτρίδα — λουτρίς woman employed to wash Athena s temple fem acc sg …
3λουτρίδες — λουτρίς woman employed to wash Athena s temple fem nom/voc pl …
4λουτρίδα — η (Α λουτρίς, ίδος) [λουτρόν] νεοελλ. μαγιό, μπανιερό αρχ. 1. καθεμιά από τις δύο κόρες οι οποίες καθάριζαν και περιποιούνταν τον ναό και το ιερό ξόανο τής Αθηνάς 2. φρ. «λουτρίς ᾤα» ή, απλώς, «λουτρίς» εσώρουχο το οποίο φορούσαν οι γυναίκες και… …
5λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …
6λούτρ' — λουτρί , λουτρίς woman employed to wash Athena s temple fem voc sg λουτρά , λουτρόν bath neut nom/voc/acc pl …