λοξ

  • 1-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …

    Dictionary of Greek

  • 3κοντόφθαλμος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας 2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ όφθαλμος …

    Dictionary of Greek

  • 4loxic — loxic, a. Med. (ˈlɒksɪk) [ad. mod.L. loxicus, f. Gr. λοξ ός oblique: see ic.] Distorted in position or direction; awry. in Mayne Expos. Lex. in J. S. Billings Nat. Med. Dict …

    Useful english dictionary