λοξότητα
1λοξότητα — η (Α λοξότης, ητος) [λοξός] η ιδιότητα τού λοξού, η πλάγια διεύθυνση («ἥ τε γὰρ λοξότης τῆς διαμέτρου ἧττον ἀπελέγχεται», Στράβ.) νεοελλ. 1. ιδιοτροπία, παραξενιά, ανισορροπία 2. (φρ. αστρον. «η λοξότητα τής εκλειπτικής» η γωνία που σχηματίζεται… …
2λοξότητα — λοξότης obliquity fem acc sg …
3καταγκυλώ — καταγκυλῶ, όω (Α) 1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω» 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον η λοξότητα, η στρεβλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)] …
4λόξα — η 1. η ιδιότητα τού λοξού, η λοξότητα 2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά 3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά 4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του») 5. φρ. «είναι λόξα» είναι… …
5λόξευμα — και λόξεμα, το (Α λόξευμα) [λοξεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξεύω, λοξότητα, κλίση προς τα πλάγια …
6λόξις — λόξις, ἡ (Α) [λοξός] λοξότητα …
7πλαγιασμός — ὁ, ΜΑ [πλαγιάζω] (για την τροχιά τού Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα αρχ. 1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση τού εμβρύου 2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων 3. μτφ. απάτη, δόλος …
8έγκλιση — η 1. η κλίση, το γέρσιμο, η λοξότητα. 2. (γραμμ.) έγκλιση τόνου, το χάσιμο ή το ανέβασμα του τόνου των μονοσύλλαβων εγκλιτικών λέξεων (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: Φέρε μου τα δώρα σου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)