λοιμότης
1λοιμότης — λοιμότης, ητος, ἡ (Α) [λοιμός] φθοροποιός κατάσταση …
2λοιμότης — pestilent condition fem nom sg …
3λοιμότητι — λοιμότης pestilent condition fem dat sg …
4λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …
5ԺԱՆՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0833 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c գ. ԺԱՆՏՈՒԹԻՒՆ ԺԱՆԴՈՒԹԻՒՆ. λοιμότης, λύμη, πονηρία pestilentia, noxa, exitium, lues, malitia Գործ ժանդից. ժանտագործութիւն. վնասակարութիւն. չարութիւն անզգամութիւն. վատթարութիւն.… …