λογος

  • 121καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] …

    Dictionary of Greek

  • 122καινολόγος — καινολόγος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο λόγος, ψευδο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 123κακολόγος — και κακόλογος, ο (AM κακολόγος, ον) αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. καινο λόγος, σεμνο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 124καλόλογος — καλόλογος, ον (Μ) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλός) + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αξιόλογος, γλυκό λογος, φιλό λογος] …

    Dictionary of Greek

  • 125καρδιολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τις φυσιολογικές και παθολογικές εκδηλώσεις της καρδιάς. Η κ. έλαβε μεγάλη ώθηση με την ανακάλυψη της μεθόδου του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, που επέτρεψε τον ακριβή καθορισμό καρδιακών αλλοιώσεων, οι οποίες δεν ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 126καρολόγος — ο καραγωγέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρο + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γυρο λόγος, πλιατσικο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 127καρπολόγος — ο (Α καρπολόγος, ον) αυτός που συλλέγει καρπούς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγος γεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρων αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ καρπολόγος τίτλος άρχοντος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) +… …

    Dictionary of Greek

  • 128κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …

    Dictionary of Greek