λογος

  • 111ημερολόγος — ἡμερολόγος, ὁ (Μ) μέσο μέτρησης τών ημερών, ημερολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος] …

    Dictionary of Greek

  • 112ηρινολόγος — ἠρινολόγος, ον (Α) αυτός που λαλεί την άνοιξη («ἠρινολόγος τέττιξ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηρινός + λόγος (< λόγος) πρβλ. αρχαιο λόγος, ιδεο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 113θεατρολόγος — ο, η ο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 114θρασυλόγος — θρασυλόγος, ον (Α) αυτός που μιλά με θάρρος, με τόλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + λογος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, κακη λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 115θρηνολόγος — ο αυτός που θρηνολογεί, ο μοιρολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λογος < λόγος (πρβλ. ακριβο λόγος, γενεα λόγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 116ιδιολόγος — ο (Α ἰδιολόγος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλάει διαρκώς για τον εαυτό του, ο περιαυτολόγος αρχ. 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰδιολόγος ιδιαίτερος κυβερνητικός υπάλληλος υπό τον έπαρχο τής Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + λόγος (< λόγος), πρβλ. λεπτο… …

    Dictionary of Greek

  • 117ιππολόγος — ο επιστήμονας που ασχολείται με την ιππολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο λόγος, παπυρο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 118ισχνολόγος — ἰσχνολόγος, ὁ (Α) αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο λόγος, ψευδο λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 119ιωνικολόγος — ἰωνικολόγος, ὁ (Α) αυτός που απαγγέλλει ή αφηγείται τα Ιωνικά, τα ποιήματα που είχαν συντεθεί σε ιωνικό μέτρο («ὁ ἰωνικολόγος τὰ Σωτάδου ἰωνικά ποιήματα προφέρεται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωνικός + λόγος (< λόγος), πρβλ. αρχαιο λόγος, σεμνο… …

    Dictionary of Greek

  • 120κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …

    Dictionary of Greek