λογος

  • 101Être et Temps — Édition en français de 1964 chez Gallimard. Être et Temps (en allemand : Sein und Zeit) est une œuvre du philosophe Martin Heidegger publié en 1927. Cette œuvre est conçue comme une première partie d u …

    Wikipédia en Français

  • 102Être et temps — (Sein und Zeit, 1927) est une œuvre du philosophe allemand Martin Heidegger. Cette œuvre est conçue comme une première partie d un projet qui ne fut pas mené à terme. Elle marque un tournant important de la philosophie continentale. Emmanuel… …

    Wikipédia en Français

  • 103Лексикология — (от др. греч. λέξις  слово, выражение, λόγος  суждение)  раздел языкознания, изучающий словарный состав языка, или лексику. Лексикология делится на общую и частную. Частная лексикология изучает лексический состав какого либо… …

    Википедия

  • 104ТЕЭТЕТ —     «ТЕЭТЕТ» (Θεαίτητος ἤ ттерХἐπιστήμης, подзаголовок «О знании»), диалог Платона зрелого периода. Написан, видимо, позже «Парменида», но раньше «Софиста». Назван по имени члена платоновской Академии, скончавшегося в 369 до н. э. от ран,… …

    Античная философия

  • 105αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …

    Dictionary of Greek

  • 106διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 107εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 108ηδύλογος — ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, ον (Α) 1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, ον (για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.) 2. (παροξύτονο)… …

    Dictionary of Greek

  • 109ηθολόγος — ο (Α ἠθολόγος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηθολόγος ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ηθολογία αρχ. 1. αυτός που παριστάνει ήθη, χαρακτήρες με μιμικά σχήματα, αυτός που μιμείται κωμικά το ήθος κάποιου, μίμος, κωμικός υποκριτής… …

    Dictionary of Greek

  • 110ηλεκτρολόγος — ο, η 1. επιστήμονας μηχανικός που ασχολείται ειδικά με τις πρακτικές εφαρμογές τού ηλεκτρισμού 2. ηλεκτροτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αρχαιο λόγος, μηχανο λόγος. Η λ. στον πληθ. ηλεκτρολόγοι μαρτυρείται… …

    Dictionary of Greek