λογιστικῆς
1λογιστικῆς — λογιστικός skilled fem gen sg (attic epic ionic) …
2Μακεδονίας, Πανεπιστήμιο — (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών). Το δεύτερο και νεότερο (σε σχέση με το Αριστοτέλειο) πανεπιστημιακό ίδρυμα της Θεσσαλονίκης. Λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση.… …
3Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …
4ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …
5κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …
6κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …
7μικρολογιστική — η όρος ο οποίος χρησιμοποιείται από μερικούς ειδικούς αντί τής λογιστικής, όταν αυτή εφαρμόζεται στις επιμέρους οικονομικές μονάδες, όπως λ.χ. σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, σε αντιδιαστολή προς την εθνική λογιστική, που ονομάζεται… …
8ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… …
9πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …
10παραγγελιοδοχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραγγελιοδόχο 2. φρ. «παραγγελιοδοχική λογιστική» (οικον.) τομέας τής λογιστικής που έχει ως αντικείμενο τις εγγραφές που απεικονίζουν τις συναλλαγές τού παραγγελιοδόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελιοδόχος.… …
- 1
- 2