λογιστικός
1λογιστικός — skilled masc nom sg …
2λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …
3λογιστικός — ή, ό ο σχετικός με τους λογαριασμούς ή τη λογιστική: Στην πολυκατοικία μας άνοιξε λογιστικό γραφείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4λογιστικά — λογιστικός skilled neut nom/voc/acc pl λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc/acc dual λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5λογιστικῶν — λογιστικός skilled fem gen pl λογιστικός skilled masc/neut gen pl …
6λογιστικόν — λογιστικός skilled masc acc sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc sg …
7λογιστικώτατον — λογιστικός skilled masc acc superl sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc superl sg …
8λογιστικαῖς — λογιστικός skilled fem dat pl …
9λογιστικαί — λογιστικός skilled fem nom/voc pl …
10λογιστικοῖς — λογιστικός skilled masc/neut dat pl …