λογάδην

  • 1λογάδην — picked indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λογάδην — (Α λογάδην) επίρρ. κατ εκλογή, κατ επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ. θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 3λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 4σύγγραμμα — το, ΝΜΑ [συγγράφω] πνευματικό έργο σε γραπτό πεζό λόγο (α. «εξέδωσε ένα σημαντικό επιστημονικό σύγγραμμα» β. «Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράματι τῷ περὶ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) νεοελλ. βιβλίο («κάθε φοιτητής δικαιούται δωρεάν ένα μόνον σύγγραμμα»)… …

    Dictionary of Greek