λιωλεθρία

  • 1λιολεθρία — λιολεθρίᾳ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παντελεῑ ὀλέθρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίαν + ὄλεθρος, αντί τού αναμενόμενου λιωλεθρίᾳ (πρβλ. παν ωλεθρία)] …

    Dictionary of Greek