λιχανός
1λίχανος — λίχανος, ἡ (Α) 1. η τελευταία χορδή τής λύρας ή τής κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη τού χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.) 2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση… …
2λιχανός — licking masc/fem nom sg …
3λίχανος — licking fem nom sg …
4λιχανός — ό (AM λιχανός, όν) (ως επίθ. τού δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης αρχ. 1. αυτός που γλείφει κάτι 2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα* β) «λιχανὸς φθόγγος» ο φθόγγος που αναδίδεται… …
5λιχανόν — λιχανός licking masc/fem acc sg λιχανός licking neut nom/voc/acc sg …
6λιχανοῖς — λιχανός licking masc/fem/neut dat pl …
7λιχανοί — λιχανός licking masc/fem nom/voc pl …
8λιχανοῦ — λιχανός licking masc/fem/neut gen sg …
9λιχανούς — λιχανός licking masc/fem acc pl …
10λιχανῶν — λιχανός licking masc/fem/neut gen pl …
- 1
- 2