1λιττάς — λιττάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λισσάς …
Dictionary of Greek
2λισσάς — και βοιωτ. τ. λιττάς, άδος, ἡ (Α) [λισσός] 1. ως επίθ. λεία («λισσάς... πέτρα», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. α) λείος, απότομος, γυμνός γκρεμός («κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα καὶ λισσάδας ἀχανεῑς ἐχόντων», Πλούτ.) β) λεία επιτάφια πέτρα …
Dictionary of Greek