λιτανός
1λιτανός — λιτανός, ή, όν (Α) 1. παρακλητικός, ικετευτικός («μέλη θεοῑσι λιτανά», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά οι προσευχές, οι δεήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ. τού λίσσομαι* + κατάλ. ανός (πρβλ. λιχ ανός)] …
2λιτανά — λιτανός praying neut nom/voc/acc pl λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc/acc dual λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3λιτάν' — λιτανά , λιτανός praying neut nom/voc/acc pl λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc/acc dual λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc sg (doric aeolic) λιτανέ , λιτανός praying masc voc sg λιταναί , λιτανός praying fem nom/voc pl …
4καταλιτανεύω — (Μ) (επιτ. τ. τού λιτανεύω) εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιτανεύω «ικετεύω» (< λιτανός «ικέτης» < λίσσομαι «ικετεύω»)] …
5λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ …
6λιτάνιος — λιτάνιος, ον (Μ) [λιτανός] λιτανικός, τής λιτανείας («λιτάνιος ὑμνωδία», Κ. Πορφ.) …
7λιταίνω — (Α) [λιτανός] (σπαν. τ.) λιτανεύω …
8λιτανεύω — (AM λιτανεύω) [λιτανός] 1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ αυτήν 2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.) μσν. αρχ. παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς» …
9λιτανικός — ή, ό (Μ λιτανικός, ή, όν) [λιτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία …
10συλλιτανεύω — Μ προσεύχομαι μαζί με άλλους («τοῡ βασιλέως συλλιτανεύοντος τῷ λαῷ», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιτανεύω (< λιτανός)] …
- 1
- 2