λισσός
31λισσώ — λισσῶ, όω (Α) [λισσός] πιθ. καθιστώ κάποιον αναξιόχρεο, αφερέγγυο, ανίκανο να πληρώσει τα χρέη του …
32Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …
33Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… …
34λισσοτέραν — λισσοτέρᾱν , λισσός smooth fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
35λισσοῖς — λίζω graze fut opt act 2nd sg (epic doric) λισσός smooth masc/neut dat pl λισσόω render insolvent pres opt act 2nd sg λισσόω render insolvent pres subj act 2nd sg λισσόω render insolvent pres ind act 2nd sg …
36λισσάς — bare fem nom sg λισσά̱ς , λισσός smooth fem acc pl …
37λισσῆς — λίζω graze fut ind act 2nd sg (epic doric) λισσός smooth fem gen sg (attic epic ionic) …
38λισσῇ — λίζω graze fut ind mid 2nd sg (epic doric) λισσός smooth fem dat sg (attic epic ionic) …
39λισσῶι — λισσῷ , λισσός smooth masc/neut dat sg …