λισγάριον
1λισγάριον — spade neut nom/voc/acc sg …
2λισγαρίου — λισγάριον spade neut gen sg …
3λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… …
4λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] …
5laidh-, lidh- — laidh , lidh English meaning: to cut, hurt Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, verletzen”? Material: Gk. λίστρον n. ‘schũrfeisen, spade; spoon”, λιστρεύω “hacke um”, λιστρόω “ebne”, λιστρίον n. ‘spoon”; λισγάριον “hack, mattock,… …