λιπασμός
1λιπασμός — anointing masc nom sg …
2λιπασμός — ο (AM λιπασμός) [λιπαίνω] νεοελλ. (για το έδαφος) λίπανση μσν. αρχ. πάχυνση αρχ. επάλειψη με λίπος …
3λιπασμοῦ — λιπασμός anointing masc gen sg …
4λιπασμῷ — λιπασμός anointing masc dat sg …
5λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …