λιπαρία
1λιπαρία — (I) λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [λιπαρώ] 1. εμμονή, επιμονή 2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά. (II) λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) [λιπαρός] πάχος, παχύτητα …
2λιπαρία — λῑπαρίᾱ , λιπαρία persistence fem nom/voc/acc dual λῑπαρίᾱ , λιπαρία persistence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3λιπαρίᾳ — λῑπαρίαι , λιπαρία persistence fem nom/voc pl λῑπαρίᾱͅ , λιπαρία persistence fem dat sg (attic doric aeolic) …
4λιπαρίας — λῑπαρίᾱς , λιπαρία persistence fem acc pl λῑπαρίᾱς , λιπαρία persistence fem gen sg (attic doric aeolic) …
5λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …
6αλόζη — Ψάρι τελεόστεο, της οικογένειας των κλυπεϊδών, γνωστό επιστημονικά με την ονομασία α. η γνήσια. Ζει στη δυτική Μεσόγειο και στον βορειοανατολικό Ατλαντικό. To σώμα της έχει σχήμα χοντρής ατράκτου, πεπιεσμένης στα πλάγια, και μήκος 60 εκ. Το χρώμα …
7λιπαρίαις — λῑπαρίαις , λιπαρία persistence fem dat pl …
8λιπαρίαν — λῑπαρίᾱν , λιπαρία persistence fem acc sg (attic doric aeolic) …
9λιπαρίῃ — λῑπαρίῃ , λιπαρία persistence fem dat sg (epic ionic) …