λιπαρός

  • 91λιπαρωμένος — λιπαρωμένος, η, ον (Μ) (για φαγητό) γεμάτος λίπος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπαρῶ < λιπαρός] …

    Dictionary of Greek

  • 92λιπαρόγειος — λιπαρόγειος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει πλούσιο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + γειος (< γῆ), πρβλ. λεπτόγειος] …

    Dictionary of Greek

  • 93λιπαρόζωνος — λιπαρόζωνος, ον (Α) αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + ζώνη] …

    Dictionary of Greek

  • 94λιπαρόθρονος — λιπαρόθρονος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + θρόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 95λιπαρόμματος — λιπαρόμματος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος] …

    Dictionary of Greek

  • 96λιπαρόσκηπτρος — λιπαρόσκηπτρος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + σκῆπτρον] …

    Dictionary of Greek

  • 97λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες …

    Dictionary of Greek

  • 98λιπαρότροφος — λιπαρότροφος, ον (Α) αυτός που τόν έχουν ταΐσει πάρα πολύ, εύσαρκος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπός» + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ολιγό τροφος] …

    Dictionary of Greek

  • 99λιπαρόχρους — λιπαρόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρους(< χροος < χρώς «επιδερμίδα χρώμα»), πρβλ. μελανό χρους] …

    Dictionary of Greek

  • 100λιπαρόχρως — λιπαρόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) λιπαρόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα χρώμα»] …

    Dictionary of Greek