λιπαρός
81λιγδερός — ή, ό [λίγδα] 1. αυτός που περιέχει πολλές λιπαρές ουσίες, λιπαρός 2. βρομιάρης, λιγδιάρης 3. ολισθηρός, γλιστερός …
82λιπαράμπυξ — λιπαράμπυξ, υκος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία τής κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.) 2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).… …
83λιπαρία — (I) λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [λιπαρώ] 1. εμμονή, επιμονή 2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά. (II) λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) [λιπαρός] πάχος, παχύτητα …
84λιπαρίς — η ζωολ. 1. γένος σκληροπάρειων σκορπιονοειδών τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας κυκλοπτερίδες 2. η λυμάντρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liparis < νεολατ. liparis < λιπαρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
85λιπαραυγής — λιπαραυγής, ές (Α) αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] …
86λιπαροβώλαξ — λιπαροβῶλαξ, ώλακος, ὁ ἡ (Μ) (για έδαφος) αυτός που έχει παχείς βώλους, γόνιμος, εύφορος («λιπαροβῶλαξ ἄρουρα», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + βῶλαξ «βώλος»] …
87λιπαροκρήδεμνος — λιπαροκρήδεμνος, ον (Α) αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + κρήδεμνον] …
88λιπαροπλόκαμος — λιπαροπλόκαμος, ον (Α) (για κόμη) αυτός που έχει γυαλιστερούς βοστρύχους, λαμπερές πλεξούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + πλόκαμος] …
89λιπαροστέλεχος — λιπαροστέλεχος, ον (Μ) (για δένδρο) αυτός που έχει χοντρό κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + στέλεχος] …
90λιπαροτράπεζα — λιπαροτράπεζα, ἡ (Μ) τραπέζι με πλούσια φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + τράπεζα] …