λιπαρός

  • 71ελαιήεις — ἐλαιήεις, εσσα, εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά 2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο 3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός 4. ο γεμάτος λάδι …

    Dictionary of Greek

  • 72ευλιπής — εὐλιπής, ές (ΑΜ) 1. πολύ λιπαρός («εὐλιπῆ στελγίσματα», Λυκόφρ.) 2. ο πλούσιος σε ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιπής (< λίπος), πρβλ. α λιπής, οξυ λιπής] …

    Dictionary of Greek

  • 73ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 74κατάχθονος — κατάχθονος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρόφιμος, ὁ λιπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χθονος (< χθων, ονός «γη»), πρβλ. αυτό χθονος] …

    Dictionary of Greek

  • 75καταλίπαρος — καταλίπαρος, ον (Α) πολύ λιπαρός, λιγδιασμένος …

    Dictionary of Greek

  • 76καταλιπαρώ — καταλιπαρῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 77καταπιών — καταπίων, ον (Α) λιπαρός («καταπίονα λιπαρά», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίων (< πίων «παχύς, άφθονος»), πρβλ. ευ πίων, προ πίων] …

    Dictionary of Greek

  • 78κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …

    Dictionary of Greek

  • 79λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 80λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και …

    Dictionary of Greek