λιπαρός
61Torf-Glanzkraut — Sumpf Glanzkraut Sumpf Glanzkraut (Liparis loeselii) Systematik Ordnung: Spargelartige (Asparagales) …
62PALAESTRICI Juvenes — olim tondebantur, uti discimus ex Tertulliano de Pallio c. 4. ubi de suis Carthaginiensibus: Unde apud aliquos Numidas, etiam equis caesariatos, iuxta cutem tonsor et cultri vertex solus immunis? In quibus verbis tonsor, pro tonsura, ut apud… …
63άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …
64ακρολίπαρος — ἀκρολίπαρος, ον (Α) αυτός που έχει λιπαρά, χοντρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λιπαρός] …
65αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …
66αλειμματερός — ή, ό [άλειμμα] λιπαρός, παχύς, λιπώδης …
67αλειμματώδης — ες (Α ἀλειμματώδης) [ἄλειμμα] ο όμοιος με άλειμμα, με αλοιφή νεοελλ. αυτός που περιέχει πολύ λίπος, πολύ παχύς, λιπαρός …
68αλιπαρής — ἀλιπαρής, ές (Α) ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»] …
69αρχολίπαρος — ἀρχολίπαρος, ον (Μ) αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λιπαρός] …
70γλινερός — ή, ό λιπαρός …