λιπαρός
121ՊԱՐԱՐՏ — (ի, պարարտք կամ պարարտունք, տաց, կամ տից.) NBH 2 0630 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. πίων, πίον, λιπαρός pinguis παχύς crassus. Պարարակ. գէր. իւղալից. ճարպալից. եւ Արգաւանդ. բերրի. բարգաւաճ. գիրուկ, եղոտ. ... *Ընդ… …
122ՊԱՐԱՐՏԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0630 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c ա. λιπαρός, ότερος pinguis, ior. Կարի պարարտ. *Ի պարարտագոյն եւ ʼի քաջապտուղ ʼի քրիստոս հաւատացս հովտի. Նիւս. ի թէոդոր.: *Յաղագս առ պարարտագոյն կերակուրսն ընթանալ զեւսի. Նոննոս.: մ.… …
123γλοιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. κολλώδης, λιπαρός: Το σαλιγκάρι αφήνει στο πέρασμά του μια γλοιώδη ουσία. 2. μτφ., ο σιχαμερός: Με φλερτάρει ένας τύπος γλοιώδης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124λαδερός — ή, ό 1. λιπαρός. 2. (για φαγητά), νηστίσιμος: Στη διάρκεια της νηστείας τρώμε λαδερά φαγητά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125λιγδερός — ή, ό 1. λιπαρός: Στο ύφασμα υπήρχε ένας λιγδερός λεκές. 2. βρομιάρης: Το φόρεμά της ήταν λιγδερό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126λιπώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που είναι γεμάτος λίπος, λιπαρός, παχύς. 2. αυτός που είναι όμοιος με λίπος: Λιπώδης ιστός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127λιπαροῖς — λῑπαροῖς , λιπαρέω persist pres opt act 2nd sg (attic epic doric) λιπαρός oily masc/neut dat pl …
128λιπαροῖσι — λῑπαροῖσι , λιπαρέω persist pres part act masc/neut dat pl (doric) λιπαρός oily masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …