λιπαρός

  • 111πιαρός — ά, όν, Α [πίαρ] παχύς, λιπαρός, πλούσιος σε λιπώδεις ουσίες …

    Dictionary of Greek

  • 112σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 113σιαλώδης — (I) ες / σιαλώδης, ῶδες, ΝΑ [σίαλον] αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο 2. γεμάτος σάλιο 3. αυτός που παράγει σάλιο. (II) ῶδες, Α [σίαλος (ΙΙ)] ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός …

    Dictionary of Greek

  • 114σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… …

    Dictionary of Greek

  • 115υδαρός — ά, όν, ΜΑ υδαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑδαρής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος (πρβλ. λιπαρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 116φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… …

    Dictionary of Greek

  • 117φουά γκρα — το, Ν άκλ. ορεκτικό με κύριο συστατικό το συκώτι τής χήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foie gras (< foie «συκώτι» + gras «παχύς, λιπαρός»)] …

    Dictionary of Greek

  • 118χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …

    Dictionary of Greek

  • 119ԳԷՐ — (գիրի, րաց.) NBH 1 0550 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 14c ա. πίων, λιπαρός pinguis Պարարտ. պարարակ. ճարպով լի. գիրուկ. սէմիզ, քիւրութ. (հունգ. գեօվէր. որպէս եւ ի գիրս Վաստակոց ՟Կ՟Ե. գրի գուեր, որպէս գէր). *Պարարտն եւ գէրն. Յայտ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 120ՊԱՐԱՐ — ( ) NBH 2 0630 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ.ա. Արմատ Պարալեյոյ. որպէս Պարարումն. ճարակ պարարտանալոյ. կամ գիրութեան. յն. պարարտ, կամ գեր. λιπαρός, ον pinguis, ue. *Հաց արդեանց երկրի քո եղիցի յագուրդ եւ ʼի պարար (կամ ʼի պարարտ).… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)