λιον

  • 1Λιόν — (Lyon). Πόλη (453.187 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ροδανού. Βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή, στις ανατολικές παρυφές του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, στη συμβολή των ποταμών Σον και Ροδανού. Οι δύο αυτοί ποταμοί την …

    Dictionary of Greek

  • 2Λιόν, Ζακ Λουί — (Jacques Louis Lions, Γκρας 1928 – Παρίσι 2001). Γάλλος μαθηματικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σε ηλικία 15 ετών (1943) έλαβε μέρος στην Αντίσταση της χώρας του κατά των Γερμανών. Μετά την απελευθέρωση σπούδασε μαθηματικά στην École… …

    Dictionary of Greek

  • 3Λίντερμαν, Λίον Μαξ — (Leon Max Lederman, Νέα Υόρκη 1922 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Παρακολούθησε το τμήμα χημείας στο Κολέγιο Σίτι της Νέας Υόρκης και απέκτησε διδακτορικό τίτλο το 1951 από το πανεπιστήμιο Κολούμπια, στην ίδια πόλη. Το 1948 εντάχθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 4Ζουό, Λιόν — (Léon Jouhaux, 1879 – 1954). Γάλλος συνδικαλιστής ηγέτης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο γαλλικό και παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, κατά το α’ μισό του 20ού αι. Βιομηχανικός εργάτης, ενδιαφέρθηκε από νεαρή ηλικία για το σοσιαλιστικό εργατικό… …

    Dictionary of Greek

  • 5Κούπερ, Λίον — (Leon Cooper, Νέα Υόρκη 1930 –). Αμερικανός φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, από το οποίο έλαβε το πτυχίο του το 1951, μεταπτυχιακό τίτλο το 1953 και διδακτορικό τίτλο το 1954. Το ίδιο έτος έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 6Σαιν - Ζυστ, Λουί - Αντουάν - Λιον — (Saint Just). Γάλλος επαναστάτης (Ντεσίζ, Νιβερνέζ 1767 Παρίσι 1794). Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης (1792), αντιτάχτηκε στο φεντεραλισμό των Γιρονδίνων και μπήκε στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας (1793), όπου ήταν οπαδός και στενός φίλος του… …

    Dictionary of Greek

  • 7Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 8ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …

    Dictionary of Greek

  • 9ἅλιον — ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea masc acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea masc/fem acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc sg ἅλιος 2 fruitless masc acc sg ἅλιος 2 fruitless neut nom/voc/acc… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 10θάλιον — θά̱λιον , θαλέω imperf ind act 3rd pl (doric) θά̱λιον , θαλέω imperf ind act 1st sg (doric) θά̱λιον , θηλέω to be full of imperf ind act 3rd pl (doric) θά̱λιον , θηλέω to be full of imperf ind act 1st sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)