λινό-σπαρτον

  • 1μακρόσπαρτον — μακρόσπαρτον, τὸ (Α) μηχανή που συρόταν με μακριά σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σπάρτον «σχοινί, νήμα» (πρβλ. λινό σπαρτον)] …

    Dictionary of Greek