λινοῦς
1λινούς — ή, oύv (AM λινοῡς, ῆ, ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, έα, ον, θηλ. και έη) [λίνον] κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές …
2λινοῦς — λίνεος of flax masc acc pl (attic epic) λίνεος of flax masc nom sg (attic epic) …
3Λίνους — Λίνος the song masc acc pl …
4λίνους — λίνοι the Bands masc acc pl λίνος the song masc acc pl …
5LINTEI Libri — quod e lino, sic dicti, post membranaccos, in usu esse coepêre, teste Plin. l. 13. c. 11. unde Mart. Capella l. 2. Alii, inquit, carbasinis voluminibus complicati libri. Sic scripta fuêre oracula Sibyllina, uti docet Symmach. l. 4. Ep. 34.… …
6VESTIS — primi hominis innocentia fuit, cui postquam iniquitas successit, vidit se nudum esse, et consutis foliis fecit sibi subligacula, Genes. c. 3. v. 7. ut sic membris minime honestis honorem circumponeret, prout loquitur Paulus 1. Corinth. c. 12. v.… …
7κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …
8λίνεος — λίνεος, έα, ον, θηλ. και έη (Α) βλ. λινούς …
9λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …
10λινός — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * ή, ό (Μ λινός, ή, όν) 1. κατασκευασμένος,… …
- 1
- 2