λιμήν
1λιμήν — harbour masc nom/voc sg …
2λιμήν — Ονομασία του λιμανιού της Σικυώνας στον Κορινθιακό κόλπο, κατά την αρχαιότητα. Αρχικά ονομαζόταν Αιγιαλείς και αργότερα Μηκώνη. * * * ο (AM λιμήν, ένος) βλ. λιμένας …
3Λιμήν Ευνόστου — Ονομασία του δυτικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Το διαμόρφωσε ο Μέγας Αλέξανδρος, ενώνοντας το νησί Φάρο με την Αλεξάνδρεια, ανοίγοντας έτσι δύο εισόδους σε αυτό. Ο Λ.Ε. παρέμεινε σε αχρηστία για πολλούς αιώνες,… …
4Λιμήν Μέγας — Ονομασία του ανατολικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ του φάρου του νησιού Φάρου και της Λοχιάδας άκρας. Αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το κυριότερο λιμάνι της Αλεξάνδρειας …
5Ευνόστου λιμήν — Το δυτικό λιμάνι της Αλεξάνδρειας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στην ηπειρωτική Αίγυπτο, στο νησί Φάρος και στο Επταστάδιο. Την περίοδο της τουρκοκρατίας, στο λιμάνι έμπαιναν μόνο τουρκικά πλοία, ενώ τα χριστιανικά προσορμίζονταν στο …
6Лиманы — (λιμήν гавань) так называются в побережье Черного и Азовского морей приморские бассейны, представляющие как бы расширенные устья рек и балок, наполненные наичаще соленой или солоноватой водой. Л. открытые находятся в непосредственном сообщении с… …
7λιμένα — λιμήν harbour masc acc sg …
8λιμένας — λιμήν harbour masc acc pl …
9λιμένε — λιμήν harbour masc nom/voc/acc dual …
10λιμένες — λιμήν harbour masc nom/voc pl …