λιμήν

  • 121εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… …

    Dictionary of Greek

  • 122εύορμος — εὔορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.) 2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος] …

    Dictionary of Greek

  • 123θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 124κακολίμενος — η, ο αυτός που έχει κακά λιμάνια, δύσκολα για την προσέγγιση τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λιμήν, ένος] …

    Dictionary of Greek

  • 125λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …

    Dictionary of Greek

  • 126λιμένιο — το (Α λιμένιον) [λιμήν] 1. μικρό λιμάνι, λιμανάκι 2. (κατ επέκτ.) κάθε λιμάνι …

    Dictionary of Greek

  • 127λιμένιος — ία, ον (Α) [λιμήν] 1. (για θεό) αυτός που προστατεύει τους λιμένες 2. (το θηλ. ως επίκληση τής Αφροδίτης) η Λιμενία προστάτιδα τών ναυτικών στην Ερμιόνη …

    Dictionary of Greek

  • 128λιμενάριον — και λιμενάρι, το (Μ) [λιμήν] μικρό λιμάνι, λιμανάκι …

    Dictionary of Greek