λιμοκτονίᾳ
1λιμοκτονία — λῑμοκτονίᾱ , λιμοκτονία treatment by abstinence from food fem nom/voc/acc dual λῑμοκτονίᾱ , λιμοκτονία treatment by abstinence from food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2λιμοκτονίᾳ — λῑμοκτονίαι , λιμοκτονία treatment by abstinence from food fem nom/voc pl λῑμοκτονίᾱͅ , λιμοκτονία treatment by abstinence from food fem dat sg (attic doric aeolic) …
3λιμοκτονία — η (Α λιμοκτονία, ιων. τ. λιμοκτονίη) [λιμοκτονώ] νεοελλ. 1. θάνατος από ασιτία, από πείνα 2. συνεχής και μεγάλη στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή αρχ. μέθοδος θεραπείας με αποχή από τροφή, με απαγόρευση τροφής («τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας τὰς… …
4λιμοκτονία — η ο θάνατος από την πείνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… …
6λίμωξις — λίμωξις, ἡ (ΑM) [λιμώσσω] μσν. λιμός, πείνα αρχ. θάνατος από πείνα, λιμοκτονία …
7λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… …
8λιμοκτόνησις — λιμοκτόνησις, ἡ (Μ) [λιμοκτονώ] λιμοκτονία …
9λιμοκτόνος — ο αυτός που προκαλεί λιμοκτονία, που επιβάλλει θάνατο με ασιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κτόνος (< κτείνω)] …
10Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …
- 1
- 2