λιμνό-βιος

  • 1λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 2χερσόβιος — ον, ΝΑ νεοελλ. βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί») αρχ. αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό βιος, ὑγρό βιος)] …

    Dictionary of Greek