1λιμβρός — λιμβρός, ά, όν (Α) λιβρός,* μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λιβρός*] …
Dictionary of Greek
2λιμβρός — masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)