λικνίζω
1λικνίζω — λικνίζω, λίκνισα βλ. πίν. 33 …
2λικνίζω — (Α λικνίζω) [λίκνον] νεοελλ. 1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ αυτήν 2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια 3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες αρχ. λικμίζω, λιχνίζω …
3λικνίζω — λίκνισα, λικνίστηκα, λικνισμένος, κουνώ την κούνια του μωρού, κουνώ κάτι απαλά και παλινδρομικά: Η κοπέλα λίκνισε τη μέση της στο ρυθμό της μουσικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… …
5αλίκνιστος — η, ο [λικνίζω] 1. αυτός που δεν λικνίστηκε, δεν κουνήθηκε στην κούνια του, ακούνητος 2. αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή δεν καθησυχάστηκε με απατηλές υποσχέσεις …
6ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] …
7λίκνισμα — το [λικνίζω] 1. παλινδρομική κίνηση τής κούνιας τού μωρού, το κούνημα τής κούνιας 2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα …
8λεικνίζω — (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. λικνίζω …